- απομαθαίνω
- -όμαθα1. μαθαίνω καλά: Βλέπω τ' απόμαθες το μάθημά σου.2. ξεμαθαίνω: Απ' το κάτσε κάτσε απόμαθα τη δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απομαθαίνω — (AM ἀπομανθάνω, Μ κ. μαθαίνω) λησμονώ κάτι μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι νεοελλ. μαθαίνω πολύ καλά … Dictionary of Greek
απομανθάνω — βλ. απομαθαίνω … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek